- εὐπάτειρα
- εὐπάτειραGesch.d. Gr.Etym.fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάτειρα — εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ) 1. (επιθ. τής Ελένης, τής Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).… … Dictionary of Greek
εὐπατείρας — εὐπατείρᾱς , εὐπάτειρα Gesch.d. Gr.Etym. fem acc pl εὐπατείρᾱς , εὐπάτειρα Gesch.d. Gr.Etym. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάτειραν — εὐπάτειρα Gesch.d. Gr.Etym. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπατρις — εὔπατρις άτριδος, ἡ (ΑΜ) (ως θηλ. τού ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα*, ευγενής αρχ. 1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον 2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek